- κωνικότητα
- ηη ιδιότητα του κωνικού, το να είναι κάτι κωνικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωνικότητα — η η ιδιότητα τού κωνικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. conicite < γαλλ. conique < κωνικός < κῶνος. Η λ., στον λόγιο τ. κωνικότης, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek